- μεταγραφῇς
- μεταγράφωcopyaor subj pass 2nd sgμεταγραφήtranscribingfem dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταγραφῆς — μεταγραφεύς transcriber masc nom pl μεταγραφεύς transcriber masc nom/voc pl μεταγραφή transcribing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
βιδιαίοι — βιδιαῑοι και βίδεοι και βίδυοι (Α) πέντε άρχοντες της Σπάρτης που επόπτευαν τα γυμνάσια των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. του όρου είναι Fιδvιος < *Fıδ vσ ıoς < (μηδενισμένη βαθμίδα) Fιδ της ρίζας Fειδ της μτχ. ειδώς του παρακμ. με σημασία… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… … Dictionary of Greek
κωδίκευση — η (βιολ. πληροφ.) η διαδικασία μεταγραφής μιας αλληλουχίας σημάτων ή πληροφοριών από ένα σύστημα σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωδικεύω. Η λ. είναι απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. codage < γαλλ. code < λατ. codex «κώδικας»] … Dictionary of Greek
μαντίλι — (Μ μανδήλιον και μανδήλιν και μαντήλιον) 1. τετράγωνο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται από γυναίκες στο κεφάλι ή από γυναίκες και άντρες στον λαιμό ως εξάρτημα τής αμφίεσης 2. μικρό τετράγωνο ύφασμα για το καθάρισμα τού προσώπου, ιδίως τής μύτης,… … Dictionary of Greek
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek